Τρεις οικογένειες καθηλώνουν το πολιτικό σύστημα της χώρας σε αδιέξοδο. Αποκλείουν την ανάκαμψη, την ανανέωση της ηγεσίας των κομμάτων, την επανασύνδεση της πολιτικής με την κοινωνία.
Σίγουρα δεν είναι η ευθύνη μόνο στις τρεις οικογένειες. Οι Ελληνες σήμερα ακκιζόμαστε σαν μαχητικοί δημοκράτες, αλλά τα πράγματα αποδείχνουν ψυχαναγκαστική την προτίμησή μας να μας κυβερνάνε κληρονομικές δυναστείες. Πιστεύουμε στη βιολογική διαδοχή, όχι στην ποιοτική επιλογή, στο όνομα, όχι στην ικανότητα.
Οπως όλες οι χαμηλής παιδευτικής στάθμης κοινωνίες, ειδωλοποιούμε ηγέτες του παρελθόντος και προβάλλουμε τα προσόντα τους στα έκγονά τους, πέρα από κάθε λογική. Η ειδωλοποίηση και μόνο είναι σημάδι υπανάπτυξης, πολύ περισσότερο ο αταβισμός της άκριτης προσκόλλησης στους βιολογικούς επιγόνους. Οι γενάρχες των δυναστειών δεν ήταν οπωσδήποτε οι εξαιρετικά προικισμένοι ηγέτες, οι συγκυρίες παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο για τη μυθοποίηση.
Τυπικό παράδειγμα, ο γενάρχης της μακροβιότερης δυναστείας: Ενας μέτριος, παροιμιώδης για το ευμετάβλητο των «πεποιθήσεών» του δημοκόπος, που οι συγκυρίες τον αποκάθαραν, τον εξωράισαν, τον συμβολοποίησαν σαν «γέρο της δημοκρατίας». Ο γιος του ανέδειξε το πατρικό κληροδότημα, τη δημοκοπία, σε εκπληκτική δεξιότητα διαβουκόλησης των μαζών. Αν προλάβει η ελληνική κοινωνία και αποκτήσει κάποτε ιστοριογραφία ανυπότακτη στον ολοκληρωτισμό της κομματοκρατίας, θα τον κρίνει. Πάντως, η πολιτική του αμβλυωπία και ο αμοραλισμός του απομνημειώθηκαν σε ελάχιστες φράσεις στιλπνού αριβισμού: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» – «Δικαιούτο ο τάδε (διαχειριστής δημόσιου χρήματος) να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του, αλλά όχι και τόσα εκατομμύρια» – «Βυθίσατε το Χόρα» – «Εγώ απλώς προήδρευα» – «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα» – «Οι βάσεις φεύγουν (μόλις υπέγραψε την παραμονή τους), ο αγώνας τώρα δικαιώνεται».
Ο εγγονός δεν έχει ούτε τη δημοκοπική καπατσοσύνη του προπάτορα ούτε τον δαιμονικής γοητείας καμποτινισμό του πατέρα. Θήτευσε σε δύο υπουργικούς θώκους με ανεπάρκεια, που προκαλούσε θλίψη ή θυμηδία. Και με την πρώτη συγκυρία αναρριχήθηκε στην ηγεσία του κόμματος δίχως συγκριτική αναμέτρηση, με μαζικές διαδικασίες υπερψήφισης. Ανέχεται να συζητείται δημόσια και να διακωμωδείται η ολιγότητά του, γαντζωμένος στην καρέκλα και μπλοκάροντας κάθε εξελικτική δυναμική στο πολιτικό πεδίο. Είναι συμβολική προσωποποίηση του παρακμιακού αδιεξόδου της ελληνικής κοινωνίας.
Η δεύτερη δυναστεία έχει μυθοποιημένο γενάρχη με ασυγκρίτως ισχυρότερα ερείσματα πραγματικής αξιοσύνης και ουσιαστικής προσφοράς: Μας απάλλαξε από την επείσακτη (με ρόλο τοποτηρητή ξένων δυνάμεων) κληρονομική βασιλεία. Κυρίως χάρη στο πείσμα του έγινε δεκτή η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και πέτυχε αναίμακτη μετάβαση από τη δικτατορία των συνταγματαρχών σε στοιχειωδώς ανακαινισμένο κοινοβουλευτισμό. Βέβαια, θα κριθεί από την Ιστορία για την οριστική πολεοδομική καταστροφή της Ελλάδας, η «αναπτυξιακή» του πολιτική είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας: η Αττική δεν υπάρχει πια, όχι μόνο ως ιστορικό τοπίο, αλλά ούτε και ως βιώσιμο φυσικό περιβάλλον. Οι ελληνικές πόλεις είναι όλες ίδιες, υποταγμένες στην κερδεμπορία των εργολάβων, στην εξαθλιωτική, τριτοκοσμική ομοιομορφία. Στον δε πολιτικό χώρο ο γενάρχης παρέκαμψε (σαφώς από έλλειψη προσωπικής καλλιέργειας) το έρμα της βιωματικής ελληνικότητας που (αλλοτριωμένα ή αυθεντικά) κόμιζε η «παράταξή» του και έδωσε το πρότυπο μιας διαχειριστικής αποκλειστικά εκδοχής της εξουσίας.
Πάντως, σάρκωνε την εικόνα σοβαρού ανθρώπου, με εγωκεντρικές, αλλά ουσιαστικές φιλοδοξίες τολμηρού ηγέτη. Αυτή τη σοβαρότητα νόμισαν ότι διακρίνουν οι ψηφοφόροι και στο πρόσωπο του ανιψιού του, που διέθετε επιπλέον σπουδές στην αλλοδαπή, μαζί με ομιλητική ευχέρεια όχι τυχαία. Το κόμμα του τον εξέλεξε αρχηγό, αν και αδοκίμαστον στην άσκηση εξουσίας, μόνο (ολοφάνερα) για λόγους «επικοινωνιακής» αποτελεσματικότητας του οικογενειακού του ονόματος. Πολύ σύντομα διέκριναν οι οξυδερκείς την αδυναμία του να δώσει στο κόμμα προγραμματική και στελεχιακή δυναμική, να το καταστήσει πρόταση εναλλακτική, ικανή να αντιπαλαίψει τον σοσιαλεπώνυμο αμοραλισμό και τον μηδενιστικό αποδομισμό της «Αριστεράς». Ετρεφαν, ωστόσο, την ελπίδα μήπως, αν φτάσει στην πρωθυπουργία, λυθούν οι κόμποι, ενεργοποιηθούν τα προσόντα του.
Εφτασε στην πρωθυπουργία και η συνέχεια είναι γνωστή: Περνούν οι μήνες, τα χρόνια, και η ανύπαρκτη προετοιμασία, η δραματική ανικανότητα επιλογής συνεργατών, η αδυναμία να διακρίνει ποιότητες, κάνουν τη διακυβέρνηση ένα παρατεταμένο Βατερλώ. Μιλάει συνεχώς για «μεταρρυθμίσεις» και όσες απόπειρες αποτόλμησε ήταν παιδαριωδώς επιπόλαιες. Εμφοβος, από την πρώτη στιγμή κατέφυγε στην ατολμία μιας διαχειριστικής πολιτική που εκκολάπτει κραιπάλη σκανδάλων αλλά και διπλωματική ανυποληψία σε σημείο που να χλευάζουν τη χώρα προκλητικά ακόμα και οι Σκοπιανοί. Σε συνδυασμό με την κωμικοτραγική ανεπάρκεια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης η πρωθυπουργική αποτυχία έχει οδηγήσει την κοινωνία και το κράτος σε τέλμα.
Τρίβει τα χέρια και παραμονεύει (όχι στη γωνιά, αλλά από εκπορθημένα μετερίζια) η τρίτη δυναστεία. Ο γενάρχης, ενεργός ακόμα, δεν έχει προλάβει να μυθοποιηθεί, αντίθετα: τον συνοδεύει (και τον συνόδευε σε ολόκληρη τη μακρά πολιτική του διαδρομή) η δυσπιστία, η επιφύλαξη των Ελλήνων – κάτι σαν ανυποληψία ή στίγμα για μια «αποστασία» από το χρέος σε κρίσιμες για τη χώρα στιγμές. Πρωθυπούργευσε μία φορά για τρία μόλις χρόνια, με πεπραγμένα από μέτρια έως αμαρτωλά. Αλλά πυρετικήτου έγνοια ήταν και είναι η επιβολή της δυναστείας: να φτάσει στην κορυφή η οικογένεια.
Για το πιο προβεβλημένο έκγονο οι συγκυρίες ήταν ώς τώρα (αινιγματικά έως σκανδαλωδώς) ευνοϊκές. Σίγουρα έχει ρητορικό ταλέντο, τουλάχιστον ανάλογο με του πρωθυπουργού, αλλά με τον ίδιο φορμαλισμό της άσαρκης κομματικής εντυπωσιοθηρίας. Τίποτα το καινούργιο δεν σπιθίζει, καμία τόλμη για το διαφορετικό, για στόχους που μπορούν να συνεγείρουν την κοινωνική δυναμική – τέλεια έλλειψη δημιουργικής φαντασίας. Η ίδια εμφανίζεται πάντοτε σίγουρη για όλα, πάντοτε με πληθωρικά χαμόγελα που μοιάζει να τους αποδίδει ισχύ επιχειρημάτων. Ισως επειδή οι πολιτικές της απόψεις, τουλάχιστον για τα διεθνή θέματα, τυχαίνει να συμπίπτουν σταθερά με αυτές της μοναδικής σήμερα υπερδύναμης. Και το χαίρεται.
Πρωτεύει ωστόσο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων του κόμματός της – δεν ενοχλεί ούτε καν η αισθητική της (στην ενδυμασία και στο φέρεσθαι) ακόμα λιγότερο η προδιαγεγραμμένη από τις διασυνδέσεις της δυναστείας προοπτική της.
Ολα δείχνουν ότι η εναλλακτική διαδοχή των δυναστειών θα καθηλώνει τον Ελληνισμό για πολλά ακόμη χρόνια σε παρατεταμένο ψυχορράγημα.
Τρεις οικογένειες μας καθηλώνουν στο τέλμα. Με τη δική μας ψήφο.